ολόβολος

ολόβολος
-η, -ο (Μ) ὁλόβολος, -ον)
νεοελλ.
ακέραιος, ολάκερος, μονοκόμματος
μσν.
(σε παιχνίδι) αυτός που ρίχνεται και χτυπά με επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. μονό-βολος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ολόβολος, Μανουήλ — (1240; – 1300;). Βυζαντινός συγγραφέας και ποιητής. Το 1261 έγινε ιδιαίτερος γραμματέας του αυτοκράτορα Μιχαήλ H’ Παλαιολόγου. Συμπαθούσε ωστόσο τη νόμιμη δυναστεία των Λασκάρεων και ο αυτοκράτορας, όταν το πληροφορήθηκε, διέταξε και του κόψανε… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”